- κατακέφαλα
- (AM κατακέφαλα)επίρρ. στη μέση τού κεφαλιούνεοελλ.-μσν.με το κεφάλι προς τα κάτω ή προς τα εμπρός («έπεσε κατακέφαλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από την φρ. κατὰ κεφαλῆς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακέφαλα — head downwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακέφαλα — επίρρ., στο μέσο της κεφαλής: Τον χτύπησε κατακέφαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek
καταφορώ — καταφορῶ, έω (Α) [κατάφορος] 1. (για ποταμό) παρασύρω, κατεβάζω 2. μτφ. ξεχύνω ορμητικά κάτι σαν χείμαρρος, ρίχνω κατακέφαλα πολλούς ή σφοδρούς λόγους εναντίον κάποιου («άμήχανον λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος... τοῡ δικαίου καὶ τοῡ… … Dictionary of Greek
ανακέφαλα — (I) επίρρ. 1. στο επάνω μέρος ή προς τα επάνω 2. με το πρόσωπο επάνω, ύπτια, ανάσκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κεφάλι (πρβλ. κατακέφαλα)]. (II) επίρρ. χωρίς σκέψη, αλόγιστα, επιπόλαια … Dictionary of Greek
διατραχηλίζομαι — (Α) 1. μπαίνω στον ζυγό 2. ορμώ με το κεφάλι μπροστά, κατακέφαλα … Dictionary of Greek
εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω … Dictionary of Greek
εκνεύω — ἐκνεύω (Α) 1. στρέφω, τινάζω το κεφάλι 2. με επιδέξια κίνηση αποφεύγω χτύπημα 3. αποφεύγω 4. πέφτω κατακέφαλα 5. κάνω νόημα σε κάποιον 6. παρεκκλίνω, ξεφεύγω 7. ορμώ 8. περιέρχομαι σε δυσάρεστη κατάσταση 9. κλίνω σε μια άποψη, τή βλέπω ευνοϊκά … Dictionary of Greek
εξοκέλλω — (AM ἐξοκέλλω) 1. (για πλοία και ναυτικούς) πέφτω στην ξηρά ξεφεύγοντας από την ορθή πορεία, προσαράσσω, ναυαγώ 2. μτφ. παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. (για συμφορά, αρρώστια κ.λπ.) πέφτω κατακέφαλα, χτυπώ ξαφνικά 2. παρασύρω κάποιον στην… … Dictionary of Greek
επίκαρ — ἐπίκαρ και ἐπὶ κὰρ (Α) επίρρ. πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρ «κεφάλι»] … Dictionary of Greek